- ισαίτατος
- ἰσαίτατος, -άτη, -ον (Α)υπερθ. βαθμός τού ίσος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσαίτατος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσαίτατον — ἰσαίτατος masc acc sg ἰσαίτατος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσαιτάτην — ἰσαίτατος fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσαιτάτους — ἰσαίτατος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσαιτάτῳ — ἰσαίτατος masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσαίτατα — ἰσαίτατος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσαιτάτας — ἰσαιτάτᾱς , ἰσαίτατος fem acc pl ἰσαιτάτᾱς , ἰσαίτατος fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)